σκηνίπτω

σκηνίπτω
σκηνίπτω
Grammatical information: v.
Meaning: only ἐσκήνιψε διέφθειρε, διεσκέδασεν and διασκηνῖψαι διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δε διεσωματίσθη H.; to this γαίῃ ... διεσκήνιψε `shattered to the floor' (Nic. Th. 193).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular expressive contamination of σκήπτω and the words discussed s. κνίψ, esp. κνιπεῖν σείειν and σκνίπτειν νύσσειν H.; Chantr. objects that the word quoted do not fit the sense. Cf. Kretschmer Glotta 24, 87 (against Specht KZ 61, 142 ff.). -- Cf. σκηρίπτομαι.
Page in Frisk: 2,728

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκηνίπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”